- χιονοκάλυμμα
- το, Νστρώμα χιονιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κάλυμμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αναστ. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek